ἐυπλείην

ἐυπλείην
ἐϋπλείην , ἐύπλειος
well filled
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εΰπλειος — ἐΰπλειος, είη, ον (Α) (επικ. τ.) καλά γεμισμένος («κὰδ δ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”